- χωριατομαθημένος
- η , ο невоспитанный, неотёсанный, грубый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωριατομαθημένος — η, ο, Ν άτομο με χωριάτικες συνήθειες, αγροίκος, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + μαθαίνω] … Dictionary of Greek
χωριατομαθημένος — η, ο ο μαθημένος σαν χωριάτης, ο άξεστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)